- απροσκόλλητος
- η , ο [ος , ον ]1) неприклёенный; 2) неприкреплённый, неприкомандированный (о военных, служащих); 3) неприсоединившийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροσκόλλητος — η, ο (Μ ἀπροσκόλλητος, ον) αυτός που δεν είναι προσκολλημένος κάπου αρχ. αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια υπηρεσία … Dictionary of Greek
ἀπροσκολλήτως — ἀπροσκόλλητος not adhering adverbial ἀπροσκόλλητος not adhering masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσκόλλητον — ἀπροσκόλλητος not adhering masc/fem acc sg ἀπροσκόλλητος not adhering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)